- ἐύτριχας
- ἐύτριχας: see εὔθριξ.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εὔτριχας — εὖθριξ with beautiful hair masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐύτριχας — εὖθριξ with beautiful hair masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύθριξ — εὖθριξ και ἐΰθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ωραίο τρίχωμα ή πτέρωμα («ἐΰτριχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 2. μαλλιαρός, δασύς 3. (για άγκιστρο) αυτός που έχει προσδεθεί με στερεά τριχιά («ἐΰτριχι ἀγκίστρῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρίξ «τρίχα»] … Dictionary of Greek